- έπουρος
- ἔπουρος, -ον (Α)1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.)2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.